Δευτέρα 15 – Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2021
Πυκνά δάση, ορμητικά νερά παραδοσιακά χωριά και γεφύρια, πραγματικά άνθη της πέτρας, μοναστήρια σε μέρη απρόσιτα σωστές αητοφωλιές. Αυτή είναι η ταυτότητα της περιοχής των Τζουμέρκων.
Η ομορφιά του τόπου διαμόρφωσε τους ανθρώπους κι αυτοί με την σειρά τους ομόρφυναν τον τόπο με τα έργα τους. Το ΠΟΛΚΕΟΑ τα επισκέφτηκε στην καλύτερη εποχή του χρόνου και τα μέλη του απόλαυσαν τις ομορφιές του ξεχωριστού αυτού τόπου!
Πρώτη επίσκεψη για το γκρουπ του ΠΟΛΚΕΟΑ το χωριό Καταρράκτης. Ο Καταρράκτης είναι μέρος του Δήμου Κεντρικών Τζουμέρκων, έχει πληθυσμό 127 κατοίκους με υψόμετρο 800μ.. και πήρε το όνομά του από τους δίδυμους καταρράκτες που βρίσκονται μόλις 5 χιλιόμετρα βόρεια του χωριού.
Οι καταρράκτες αυτοί βρίσκονται σε υψόμετρο 1.300 μέτρων και είναι από τους υψηλότερους της Ελλάδας. Πηγάζουν από τις βορειοδυτικές κορυφές των Τζουμέρκων και τα νερά τους καταλήγουν στον ποταμό Άραχθο. Την ημέρα που τα επισκεφθήκαμε, δυστυχώς, δεν υπήρχε ροή νερού λόγω της ξηρασίας.
Το γκρουπ του ΠΟΛΚΕΟΑ διέμεινε στο χωριό Πράμαντα που βρίσκεται στο κέντρο των Τζουμερκοχωρίων Ιωαννίνων και Άρτας, είναι η έδρα του δήμου Βόρειων Τζουμέρκων, στα ξενοδοχεία «Ορίζοντες» και «Ανάβαση». Τα Πράμαντα είναι χτισμένα αμφιθετρικά στις πλαγιές της Στρογγούλας. Στην πλατεία της στέκει επιβλητική η εκκλησία της Αγ. Παρασκευής και η ξεχωριστή βρύση «Αράπης». Στο δρόμο προς το χωριό, βρίσκεται το σπήλαιο της Ανεμότρυπας, το οποίο και επισκεφθήκαμε.
Τη δεύτερη μέρα βρεθήκαμε στις δυτικές πλαγιές τις Κακαρδίτσας, της ψηλότερης κορυφής των Τζουμέρκων στην Ήπειρο, στο χωριό Ματσούκι, το οποίο βρίσκεται σε υψόμετρο 1.100 μέτρων. Το Ματσούκι είναι ένα από τα λιγοστά χωριά της Ελλάδας, όπου οι κάτοικοι συνεχίζουν να μιλούν τη βλάχικη γλώσσα. Το χωριό ήταν για χρόνια απομονωμένο, καθώς ήταν δύσκολα προσβάσιμο. Μία άγρια χαράδρα το χώριζε από τα υπόλοιπα χωριά των Τζουμέρκων. Μόλις το 1981 τοποθετήθηκε μία στρατιωτική γέφυρα τύπου Bailey για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της συγκοινωνίας. Θαυμάσαμε το νερόμυλο (διατηρητέο μνημείο) και τους καταρράκτες που καταλήγουν στον Ματσουκιώτικο ποταμό.
Συνεχίσαμε τη μέρα μας με την επίσκεψη σε ένα από τα πιο εντυπωσιακά μοναστήρια της Ηπείρου, τη Μονή Κηπίνας. Σκαρφαλωμένη στο βουνό, χτισμένη στο κοίλωμα ενός κατακόρυφου και απότομου βράχου, ο οποίος έχει λαξευτεί με τέχνη ώστε να σχηματίζει ένα τέλειο θόλο, προκαλεί δέος και θαυμασμό. Το μοναστήρι χτίστηκε περί το 1212 μ.Χ. και είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Το όνομα οφείλεται στους κήπους που καλλιεργούσαν κοντά στη Μονή οι μοναχοί. Ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος φθάνει ως τη βάση του βράχου κι από εκεί σε οδηγούν στο μοναστήρι ένα μονοπάτι σκαλισμένο στο βράχο και μια ξύλινη γέφυρα.
Κατά την τουρκοκρατία, η ξύλινη γέφυρα ήταν κινητή και οι μοναχοί την ανέβαζαν με μοχλό, ώστε να προστατεύονται από επιδρομές. Ο μικρός ναός της Μονής είναι γεμάτος με αγιογραφίες του 17ου αιώνα.
Τελικός προορισμός της ημέρας μας, τα απόκρημνα δίδυμα χωριά Καλαρρύτες και Συρράκο, τα μέρη του ποιητή Κώστα Κρυστάλλη. Το γκρουπ του ΠΟΛΚΕΟΑ επισκέφθηκε το σπίτι του ποιητή, το οποίο σήμερα λειτουργεί ως Μουσείο Λαϊκής Τέχνης.
Η δυσκολία στην πρόσβαση μας έκανε να αναρωτηθούμε πώς το Συρράκο βρίσκεται σε τόσο καλή κατάσταση, με τη συντριπτική πλειονότητα των κτισμάτων του να είναι άριστα συντηρημένη.
Η όποια ταλαιπωρία της διαδρομής ξεχνιέται αυτομάτως τη στιγμή που αντικρίζει κανείς το Συρράκο: αγέρωχο, πέτρινο, γαντζωμένο σε μια κάθετη πλαγιά, προκαλεί θαυμασμό με την πρώτη ματιά. Είναι πραγματικά εντυπωσιακός ο τρόπος που η ανθρώπινη θέληση κατάφερε να δαμάσει το τοπίο.
Ένα παραμυθένιο χωριό με πέτρινα σπίτια, βρύσες, γεφύρια και καλντερίμια με τόσο απότομη κλίση που η γκλίτσα είναι απαραίτητο και καθόλου φολκλόρ αξεσουάρ. Στο χωριό δεν μπαίνουν αυτοκίνητα. Η κεντρική του είσοδος είναι μια πέτρινη πύλη, η Λεύκα, με καλντερίμι που οδηγεί σε δυο γεφυράκια και ύστερα από λίγο περπάτημα στην κεντρική πλατεία. Ρωτώντας, μάθαμε ότι δύο ήταν οι παράγοντες που συνέβαλαν στην «ανάσταση» του χωριού, το οποίο είχε εγκαταλειφθεί σχεδόν μετά τον Εμφύλιο: η διάνοιξη του δρόμου και ο ερχομός των Αλβανών στην Ελλάδα. Όπως μας εξήγησαν, οι μετανάστες από την Αλβανία ανέλαβαν το δύσκολο έργο της μεταφοράς οικοδομικών και άλλων υλικών στα απότομα καλντερίμια του χωριού. Οι ιδιοκτήτες έρχονται στο Συρράκο μόνο για καλοκαίρι, κατά τη διάρκεια του χειμώνα δεν βρίσκεις κόσμο.
Τη βόλτα μας στο χωριό Συρράκο την ξεκινήσαμε από την κεντρική πλατεία, που ακόμα κι αυτή απλώνεται σε επίπεδα και διαθέτει τις απαραίτητες ταβέρνες για να φας και να πιείς. Εκεί, κάτω από έναν εντυπωσιακό θόλο βρίσκεται και η πηγή Γκούρα, που, απ’ ό,τι φαίνεται, είναι και σημείο συνάντησης. «Γκούρα» στα βλάχικα σημαίνει «στόμα».
Στην πλατεία βρίσκεται ο Άγιος Νικόλαος με το ωραίο ξυλόγλυπτο τέμπλο και τον χρυσοΰφαντο ρωσικό επιτάφιο. Λάβετε υπόψη ότι αντίστοιχες εκκλησίες συναντάμε σε πολλά ορεινά της Ηπείρου, μια και οι κάτοικοί τους ασχολούνταν με το εμπόριο και ταξίδευαν πολύ, οπότε χρειάζονταν και την ανάλογη προστασία. Οι Συρρακιώτες έμποροι, μάλιστα, ήταν τόσο δαιμόνιοι, που κατάφεραν να προμηθεύσουν με τις περίφημες αδιάβροχες κάπες από κατσικίσιο μαλλί που φτιάχνονταν στο χωριό ακόμα και τον στρατό του Μεγάλου Ναπολέοντα!
Επόμενο σημείο ενδιαφέροντος ήταν το σπίτι του «Τραγουδιστή του χωριού και της στάνης», Κώστα Κρυστάλλη, το οποίο σήμερα έχει γίνει μουσείο και στεγάζει και τη βιβλιοθήκη του χωριού, καθώς και το Λαογραφικό Μουσείο που δημιούργησε και δώρισε μετά τον θάνατό της η Ερμηνεία Φωτιάδου. Από τον ενθουσιασμό με τον οποίο μας ξενάγησε ο υπεύθυνος του μουσείου καταλάβαμε πόσο αγαπούν το χωριό τους οι Συρρακιώτες.
Οι Καλαρρύτες και το Συρράκο είναι δίδυμα χωριά εκατέρωθεν του φαραγγιού, με βίους παράλληλους από τον 14ο αιώνα, όταν και ιδρύθηκαν από Βλάχους βοσκούς. Η μόνη εποχή που διαφοροποιήθηκε η μοίρα τους ήταν το 1881, όταν ως σύνορο του ελληνικού κράτους ορίστηκε το Φαράγγι του Χρούσια, με αποτέλεσμα το Συρράκο να μείνει «τουρκοχώρι» και οι Καλαρρύτες να γίνουν «ελληνοχώρι», όπως χαρακτηριστικά μας είπαν. Η απόσταση που χωρίζει τα δυο χωριά είναι περίπου σαράντα λεπτά με τα πόδια.
Συνεχίσαμε τη βόλτα μας στο χωριό Καλαρρύτες ένα πιο «απλωτό» χωριό, με καλντερίμια λιγότερο επικίνδυνα για τα υπομονετικά τετράποδα απ’ ό,τι αυτά του Συρράκου, οπότε οι μεταφορές δεν έπαψαν να γίνονται με ζώα. Οι Καλαρρυτινοί ήταν διάσημοι για την ασημουργία τους, στην οποία και οφείλεται η χρυσή εποχή του χωριού, στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν οι έμποροι πουλούσαν την πραμάτεια τους σε ολόκληρη την Ευρώπη, ενώ υπάρχει Μουσείο Αργυροχρυσοχοΐας, το οποίο δυστυχώς δεν κατέστη δυνατό να δούμε, καθότι κλειστό. Αρκεστήκαμε, λοιπόν, στην πληροφορία ότι ο πασίγνωστος Bulgari κατάγεται από δω και πήγαμε να πιούμε καφέ στο άλλο… μουσείο του χωριού. Πρόκειται για το καφενείο «Άκανθος», ηλικίας 176 ετών, που λειτουργεί ασταμάτητα από το 1840. Ο Ναπολέων Ζαγκλής αποφάσισε τη δεκαετία του ‹90 να εγκαταλείψει την πολυεθνική όπου εργαζόταν και να αναλάβει το καφενείο του προπάππου του – απ› ό,τι φαίνεται, δεν το έχει μετανιώσει καθόλου.
Την τρίτη μέρα και σε απόσταση τριών χιλιιομέτρων από τα Πράμαντα, δυτικά της Στρογγούλας και σε υψόμετρο 900 μέτρων, επισκεφθήκαμε το σπήλαιο «Ανεμότρυπα».
Μοναδικά σμιλευμένοι χρωματιστοί σταλαγμίτες και τρεις λιμνούλες σε αποχρώσεις του γκρι, του ορείχαλκου και του άσπρου, που έχουν σχηματιστεί με την πάροδο των χρόνων, συνθέτουν ένα ονειρικό περιβάλλον φανταστικών προσώπων και αρχιτεκτονικών αριστουργημάτων.
Η ιστορία του σπηλαίου ξεκινάει κάπου στο 1960. Δύο νέοι της εποχής, ο Αποστόλης Λάμπρης και ο Γεώργιος Κ. Καρακώστας, πήραν εντολή από τον τότε πρόεδρο της Κοινότητας να διανοίξουν μία σχισμή, από την οποία έβγαινε
δροσερός αέρας. Αργότερα μελετήθηκε και εξερευνήθηκε τμήμα του σπηλαίου μήκους 270 μέτρων περίπου, το οποίο αξιοποιήθηκε το 2000 και είναι προσβάσιμο σήμερα στους επισκέπτες.
Το οδοιπορικό μας συνεχίζεται στο χωριό Άγναντα το οποίο είναι μέρος του Δήμου Κεντρικών Τζουμέρκων, Ηπείρου. Τα Άγναντα είναι ένα από τα μεγαλύτερα χωριά της Τζουμέρκων με πληθυσμό 283 κατοίκους και υψόμετρο 650μ. Επισκεφθήκαμε το κέντρο πληροφόρησης, τον μύλο, τη νεροτριβή και το Λαογραφικό Μουσείο Τζουμέρκων όπου μας ξενάγησε η Κωνσταντίνα Χούμη.
Η ημέρα μας έκλεισε με επίσκεψη στο χωριό Μελισσουργοί, χτισμένο σε υψόμετρο 870 m στις πλαγιές των Τζουμέρκων. Είναι το βορειότερο χωριό του νομού και απέχει από την πόλη της Άρτας 72 χλμ. Ο πληθυσμός του σύμφωνα με την απογραφή του 2011 είναι 419 κάτοικοι, το χειμώνα όμως είναι ελάχιστος. Μετά το σχέδιο Καλλικράτης και τις ελληνικές αυτοδιοικητικές εκλογές το 2010, οι Μελισσουργοί ανήκουν στο Δήμο Κεντρικών Τζουμέρκων ως ξεχωριστή δημοτική κοινότητα.
Η τελευταία μέρα της εκδρομής μας είχε ως αφετηρία το αγέρωχο και φημισμένο Γεφύρι της Πλάκας. Το Γεφύρι της Πλάκας, που πρόσφατα ξαναχτίστηκε, είναι μονότοξη πέτρινη γέφυρα επί του ποταμού Αράχθου, στα σύνορα των νομών Άρτας και Ιωαννίνων. Με άνοιγμα τόξου 40,20 μέτρα, ύψος 21 μέτρα και πλάτος καταστρώματος 3,20 μέτρα, είναι το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι των Βαλκανίων και αποτελεί έξοχο δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής και έχει χαρακτηρισθεί από το Υπ. Πολιτισμού ως νεώτερο μνημείο. Το 1860 καταστράφηκε η παλιά γέφυρα από υπερχείλιση του ποταμού Αράχθου. Το 1863 ξαναχτίστηκε από μαστόρους και πελεκητές της πέτρας από την Πυρσόγιαννη της Κόνιτσας, με έξοδα του Κωνσταντίνου Αρβανιτογιάννη, που πρόσφερε 30.000 γρόσια για την κατασκευή του και χρησιμοποιήθηκε ως δρόμος εμπορίου, καθώς ένωνε τα Τζουμέρκα με την υπόλοιπη Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Έπεσε και πάλι την ημέρα των εγκαινίων. Οι Τζουμερκιώτες αποφάσισαν να φέρουν τον αρχιμάστορα Κώστα Μπέκα από τα Πράμαντα και το γεφύρι ξαναχτίστηκε το 1866 με έξοδα των Ιωάννη Λούλη από Αετορράχη, Αναγνώστη Λύτρα και Ιωάννη Ρήγκα από τα Πράμαντα και του Αναγνώστη Μάρου από τους Μελισσουργούς, ενώ η κοινότητα Αγνάντων προσέφερε την ξυλεία για τις σκαλωσιές του οικοδομήματος.
Σύμβολο ενότητας και ομοψυχίας των αντιστασιακών δυνάμεων στη διάρκεια της Κατοχής, καθώς εκεί, στις 29 Φεβρουαρίου 1944, υπογράφηκε η συμφωνία της Πλάκας – Μυρόφυλλου για την κοινή δράση του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ κατά των Γερμανών κατακτητών της χώρας.
Το γεφύρι βομβαρδίστηκε από γερμανικά αεροπλάνα, όμως άντεξε με μικρές φθορές στη δεξιά του πλευρά. Οι κάτοικοι της περιοχής το επισκεύασαν με τσιμέντο το 1943 και η γέφυρα έκτοτε λειτουργούσε χωρίς προβλήματα, μέχρι την 1η Φεβρουαρίου 2015, οπότε κατέρρευσε λόγω της θεομηνίας,που έπληξε την περιοχή.
Τον Ιούλιο του 2020, ολοκληρώθηκε η ανακατασκευή και έγιναν τα εγκαίνια του γεφυριού της Πλάκας.
Συνέχεια στο οδοιπορικό μας είχε η Τεχνητή λίμνη Πουρναρίου. Aνάμεσα στην πόλη της Άρτας και τον ορεινό όγκο των Τζουμέρκων, σε υψόμετρο 140 μέτρων, βρίσκεται η λίμνη Πουρναρίου. Είναι μια τεχνητή λίμνη, όγδοη κατά σειρά στον κατάλογο των τεχνητών λιμνών της Ελλάδας.
Το φράγμα δόθηκε σε λειτουργία το 1981, έχει 450 μέτρα πλάτος στη βάση του, 580 μέτρα μέγιστο μήκος και 107 μέτρα ύψος. Αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο φράγμα στην Ελλάδα (μετά από αυτό του Μόρνου) και συγκρατεί τα νερά του Άραχθου, ελέγχοντας και τη ροή του ποταμού, ο οποίος και περνά μέσα από την πόλη της Άρτας. Η λίμνη έχει επιφάνεια 18.3τ.χλμ., μέγιστο μήκος τα 17.7 χλμ. Και μέγιστο πλάτος τα 7.3 χλμ. Επίσημες αναφορές για το βάθος της λίμνης δεν υπάρχουν. Κάναμε ακόμα μία στάση, στη λίμνη Ζηρού η οποία αναφέρεται και ως λίμνη Ζηρός και βρίσκεται στα ανατολικά του νομού Πρέβεζας, αποτελώντας ένα μνημείο της φύσης, που η ομορφιά του είναι εφάμιλλη λιμνών της κεντρικής Ευρώπης και της Βορείου Αμερικής.
Ένας ακόμη σταθμός μας επιστρέφοντας στην Αθήνα ήταν το θρυλικό Γεφύρι της Άρτας. Το ιστορικό αυτό γεφύρι αποτελεί το τοπόσημο της πόλης, έχει μήκος 145μ, πλάτος 3,75μ και μέγιστο ύψος 12μ. όπου άλλοτε, ήταν τα σύνορα του ελληνικού κράτους. Από την παράδοση είναι γνωστό ότι, κτίστηκε στη σημερινή του μορφή στις αρχές του 7ου αι. με χρήματα του αρτινού εμπόρου Γιάννη Θιακογιάννη. Οι διαφοροποιήσεις στην τοιχοδομία δείχνουν ότι το γεφύρι δέχτηκε αρκετές επιδιορθώσεις και ανακατασκευές, με τελευταία εκείνη του 17ου αι. Σε αντίθεση με την ανωδομή, τα βάθρα είναι κατασκευασμένα από μεγάλους λίθους και κατά μία άποψη ανήκουν στους
κλασικούς ή ελληνιστικούς χρόνους. Ωστόσο, νέα αρχαιολογικά στοιχεία υποδεικνύουν ότι πιθανώς η κοίτη του ποταμού Αράχθου στην αρχαιότητα δε διερχόταν από το ίδιο σημείο.
Μετά την απελευθέρωση της Άρτας το 1881 και ως τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912 – 1913, η ψηλότερη καμάρα του γεφυριού αποτελούσε το σύνορο του τότε Ελληνικού Βασιλείου με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Τέλος, μία τελευταία στάση για φαγητό στην Κορωνησία και στην ταβέρνα «Πατέντας». Η Κορωνησία είναι ένας μικρός, ψαράδικος οικισμός με πληθυσμό που δεν ξεπερνά τους 350 κατοίκους.