Ρούλα Στάθη
Η σχεδιάστρια που «έντυσε» την Ολυμπιακή Αεροπορία
Στις 13 Σεπτεμβρίου 2020, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 94 ετών η μεγάλη κυρία της υψηλής ραπτικής, η ταλαντούχα σχεδιάστρια, που χάρη στο ταλέντο, το απαράμιλλο στιλ και τη φινέτσα της, κατόρθωσε να γράψει τη δική της ιστορία στο χώρο στο ελληνικής μόδας, με πολλά πρωτότυπα για την εποχή της δημιουργήματα, εμπνευσμένα τόσο από τις σύγχρονες ενδυματολογικές τάσεις όσο και από τη λαϊκή παράδοση.
Διαθέτοντας ακαταμάχητη γοητεία, ευχέρεια και καλλιέργεια στο λόγο, οξυμμένη αισθητική αντίληψη και ένα ιδιαίτερο χιούμορ-ακόμη και μέχρι τις τελευταίες ημέρες τη ζωής της-, απέκτησε πολλούς θαυμαστές και φίλους, από όλους τους χώρους της Τεχνών και των Γραμμάτων, ζωγράφους, μουσικούς, λογοτέχνες, ηθοποιούς και σκηνοθέτες.
Ταλέντο και πίστη στο όνειρο
Η Σταυρούλα Παυλίδου- όπως ήταν το πατρικό της όνομα – γεννημένη στις 14 Σεπτεμβρίου 1926 στη Θεσσαλονίκη, βίωσε δύσκολα παιδικά χρόνια. Παιδί προσφύγων από την Ανατολική Θράκη, ήταν μόλις 6-7 χρόνων όταν χάνει την οικογενειακή θαλπωρή και φροντίδα λόγω σοβαρής ασθένειας του πατέρα της. Μαζί με τα άλλα τρία αδέρφια της- δύο αγόρια και ένα κορίτσι -μπαίνει στο ιστορικό ορφανοτροφείο «Μέλισσα» της Θεσσαλονίκης, όπου περνά αρκετά χρόνια, μαζί με τα παιδιά της Μικρασιατικής καταστροφής και του Ορφανοτροφείου Σμύρνης. Το ψυχικό τραύμα του αποχωρισμού από την οικογένεια προσπαθούσε να επουλώσει η γιαγιά της, κ. Μαρία Μπιλδιρή, η οποία «με μεγάλους κόπους και θυσίες κατάφερνε να μας επισκέπτεται, πολύ συχνά. Στα κρυφά μάλιστα μου έφερνε πάντοτε ένα πεντανόστιμο κουλούρι και μία υπέροχη σοκολάτα» έλεγε η ίδια, μνημονεύοντας πάντοτε με απέραντη ευγνωμοσύνη τη γιαγιά της.
Η κατοχή βρίσκει την έφηβη πλέον Σταυρούλα στο σπίτι της οδoύ Λυσίου, στα Κάστρα της Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια, φοιτά στην Οικοκυρική Σχολή της πόλης ενώ παράλληλα εργάζεται ως βοηθός μοδίστρας, κάνοντας διαρκώς μεγάλα όνειρα για μια δική της δουλειά και πολύ περισσότερο έναν δικό της Οίκο Μόδας.
Παρά τις πολλές κατακτήσεις που είχε ως όμορφη, γοητευτική και εντυπωσιακή παρουσία, η Ρούλα Στάθη δεν ενδίδει στη γρήγορη «αποκατάσταση» μέσω γάμου, όπως συνηθιζόταν την εποχή εκείνη.
Τα πρώτα βήματα στο αριστουργηματικό Μέγαρο Λόγγου
Εργάζεται σκληρά, όχι μόνο για να βοηθήσει την οικογένειά της, αλλά και να καλλιεργήσει το μεγάλο ταλέντο της στο ενδυματολογικό σχέδιο, ώσπου γνωρίζει, ερωτεύεται και παντρεύεται τον Γιάγκο Στάθη, γόνο επιφανούς οικογένειας από την Καστοριά. Ο Γιάγκος, μορφωμένος, καλλιεργημένος, με πρότερη δράση στο χώρο της αριστεράς, φέρνει την Ρούλα σε επαφή με τους πνευματικούς κύκλους της συμπρωτεύουσας αλλά και πιο κοντά στα όνειρά της. Προκειμένου να υλοποιήσει το όνειρο της αγαπημένης του για μια δική της δουλειά, υποθηκεύει την περιουσία του στην Καστοριά. Εκείνη, μέσα σε ένα χρόνο πολύ σκληρής δουλειάς καταφέρνει να του ξεπληρώσει την υποθήκη «μέχρι τελευταία δεκάρα».
Νοικιάζουν τον πρώτο όροφο του εμβληματικού “κόκκινου σπιτιού” στην Θεσσαλονίκη, γνωστού ως Μέγαρο Λόγγου και πολύ γρήγορα οι δημιουργίες της Ρούλας γίνονται εξαιρετικά δημοφιλείς τους εύπορους κύκλους της συμπρωτεύουσας. Υιοθετώντας το ύφος της ανάλαφρης ενδυμασίας, χωρίς κορσέδες και στηθόδεσμους, η Ρούλα Στάθη έφερνε μια επανάσταση στις ενδυματολογικές συνήθειες που επικρατούσαν εκείνη την εποχή στη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη.
Στην αυγή της δεκαετίας του 60, η καρδιά όλης της χώρας δείχνει να χτυπά στην Αθήνα. Εκεί συντελείται πλέον η μεγάλη οικονομική δραστηριότητα, συγκεντρώνεται η πολιτιστική ζωή, καταφτάνει ο τουρισμός, αναπτύσσεται η ελληνική μόδα. Η Ρούλα Στάθη αμέσως αντιλαμβάνεται πως πρέπει να ανοίξει τα φτερά της κατεβαίνοντας στην Αθήνα. Πολλές και καλές πελάτισσές της, άλλωστε, είχαν ήδη μετακομίσει στην πρωτεύουσα.
Στο ατελιέ της Λεωφόρου Αμαλίας και Σιμωνίδου γωνία
Τις πρώτες ημέρες της άφιξής της στην Αθήνα το 1960, η Ρούλα και ο σύζυγός της Γιάγκος ανοίγουν το καινούργιο ατελιέ στο κέντρο της Αθήνας, στον πρώτο όροφο του αρχοντικού των Νοταράδων, στην Λεωφόρο Αμαλίας 28 και Σιμωνίδου, δίπλα στην Αγγλικανική Εκκλησία Αθηνών. Τα χρήματα που διέθεταν δεν ήταν αρκετά για ένα τέτοιο βήμα, ωστόσο η Ρούλα Στάθη με τη δαιμόνια γοητεία και χάρη της καταφέρνει να πείσει τον ιδιοκτήτη και συγκάτοικο του τρίτου ορόφου να νοικιάσει το χώρο σε πολύ χαμηλότερη τιμή από την αρχική.
Η εντυπωσιακή επίπλωση του ατελιέ γίνεται σε χρόνο ρεκόρ από την ίδια τη Ρούλα Στάθη, δημιουργώντας μια μοναδική υποβλητική ατμόσφαιρα με άρωμα πολυτέλειας και υψηλού γούστου.
Συχνά τα τελευταία χρόνια της ζωής της μιλούσε με μεγάλη νοσταλγία για το πώς κατόρθωσε να επιπλώσει το ατελιέ της χωρίς να χάσει χρόνο και χρήμα: «Τη δεύτερη ή την τρίτη ημέρα που είχα φτάσει στην Αθήνα, εκεί που περπατούσα στο Σύνταγμα βλέπω να κατηφορίζει από τη Βασιλίσσης Σοφίας ένα κάρο γεμάτο βαριά παλιά και πολύ κομψά έπιπλα. Το ακολούθησα, και με τα πολλά πείθω τον παλαιοπώλη να τα πουλήσει επιτόπου και να τα μεταφέρει στο ατελιέ, σε πολύ καλή τιμή μάλιστα. Ήμουν απίστευτα τυχερή. Εκείνες τις ημέρες ανακαινιζόταν το Μέγαρο Σταθάτου, από το οποίο προέρχονταν τα έπιπλα που αγόρασα στο δρόμο».
Η μακρά φιλία με την οικογένεια Ωνάση
Χωρίς να χάσει χρόνο ξεκινά τις επιδείξεις, αποκτώντας νέα πελατεία και διασυνδέσεις με τους κύκλους της καλής κοινωνίας των Αθηνών.
Η επίσκεψη της κ. Καλλιρόης Πατρονικόλα, ετεροθαλούς αδελφής του Ωνάση, σε μία από τις πρώτες επιδείξεις της Ρούλας Στάθη στο ατελιέ της λεωφόρου Αμαλίας, ήταν η αρχή της γνωριμίας με την οικογένεια του Έλληνα κροίσου.
Επιπλέον, η εκπληκτική φυσιογνωμική ομοιότητα της Ρούλας Στάθη- τα πυκνά κατακόκκινα μαλλιά, γαλάζια μάτια, μικροκαμωμένο καλλίγραμμο κορμί, και πλατύ χαμόγελο, με την πεθαμένη κόρη της μεγαλύτερης και αγαπημένης αδελφής του Ωνάση-, έφερε την κ. Άρτεμις Γαρουφαλίδου την αμέσως επόμενη ημέρα στο ατελιέ της σχεδιάστριας όπου ξεκίνησε μια στενή φιλία η οποία κράτησε 20 ολόκληρα χρόνια.
Εκείνη την περίοδο, η καριέρα της Ρούλας Στάθη στο χώρο της υψηλής ραπτικής απογειώνεται, ενώ αναζητεί διαρκώς νέες πηγές έμπνευσης, καθώς η ευρωπαΐκή μόδα κατακτά την Ελλάδα αλλά και η ελληνική μόδα αρχίζει να ταξιδεύει εκτός συνόρων. Η ίδια ταξιδεύει συχνά στο Παρίσι, ενίοτε μαζί με την κ. Γαρουφαλίδου, για να διαλέξει μόνη της τα υφάσματα που θα ραφτούν πάνω στα δικά της σχέδια. Ταυτόχρονα ράβει όλα τα μέλη της οικογένειας Ωνάση και γίνεται η καλύτερη φίλη ολόκληρης της οικογένειας. Μια φιλία που κρατά 20 ολόκληρα χρόνια μέχρι και το θάνατο της Άρτεμιδος Γαρουφαλίδου.
Ερωτική τραγωδία, νέοι δημιουργικοί ορίζοντες
Στο μεταξύ, η προσωπική της ζωή ακολουθεί πορεία αντιστρόφως ανάλογη της καριέρα της. Μετά τη φθορά και διάλυση του γάμου της, συναντά τον μεγάλο αλλά σύντομο έρωτα της ζωής της, ο οποίος έμελε να έχει τραγικό τέλος. Ήταν ο Δημήτρης Κουρής ένας από τους έμπιστους πιλότους του Αλέξανδρου Ωνάση, ο οποίος σκοτώθηκε τον Φεβρουάριο του 1972, όταν το λίαρ τζετ που οδηγούσε μαζί με τον αδελφό του Κώστα εξερράγη λίγο πριν προσγειωθεί στο αεροδρόμιο της Νίκαιας, από όπου θα παραλάμβανε τον Αλέξανδρο Ωνάση με προορισμό το Παρίσι.
Στη γαλλική πρωτεύουσα βρισκόταν ήδη η Ρούλα Στάθη, για τις προετοιμασίες του επικείμενου γάμου της με τον άτυχο πιλότο. Το τραγικό συμβάν οδηγεί τη Ρούλα σε μια περίοδο μεγάλου πένθους και βαριάς κατάθλιψης από την οποία καταφέρνει να βγεί μόνον χάρη στην πηγαία δύναμη του δημιουργικού της ταλέντου.
Ευρηματικότητα και εκπληκτικές ικανότητες στη διαμόρφωση του στυλ
Λίγο αργότερα η συνάντησή της με την ηθοποιό, χορογράφο και θιασάρχη Δόρα Στράτου και τον λαογράφο Κίτσο Μακρή, ξυπνά μέσα της την ανάγκη να μελετήσει την ελληνική παραδοσιακή ενδυματολογία, που άλλωστε είχε γνωρίζει με έναν άλλο τρόπο, στον αργαλειό της θρακιώτισσας γιαγιάς της. Έτσι εντάσσει πλέον στα σχέδια της, παραδοσιακά θρακιώτικα και σαρακατσάνικα μοτίβα.
Να σημειωθεί ότι το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής της δωρήθηκε εν ζωή στο Λύκειο των Ελληνίδων.
Μία από τις δουλειές της, για την οποία δήλωνε πολύ υπερήφανη ως το τέλος της ζωής της, ήταν ο σχεδιασμός της στολής της Ολυμπιακής με το σαρακατσάνικο μοτίβο. Και αυτό, γιατί όπως έλεγε, είχε κερδίσει με το σπαθί της τον σχετικό διαγωνισμό (1976-1981), συμμετέχοντας με ψευδώνυμο και αποκαλύπτοντας εκ των υστέρων το όνομά της.
Η Ρούλα Στάθη συνδέθηκε φιλικά και με μεγάλες προσωπικότητες της καλλιτεχνικής ζωής της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Η Μελίνα Μερκούρη, ο Γιάννης Τσαρούχης, η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, η Χάρις Αλεξιου, η Ελένη Ροδά, ο Κίτσος Μακρής, ο Κώστας Λούστας, ο Δημήτρης Ιατρόπουλος, η Κατερίνα Χέλμη, η Νίκη Κωστοπούλου συγκαταλέγονται ανάμεσα στους στενούς της φίλους.
Με συγκίνηση θυμόταν πάντα τη γνωριμία της με τον Τσάρλι Τσάπλιν και το μοναδικό ταγκό που χόρεψε μαζί του σε κάποιο γάμο στην Ελβετία, καλεσμένη της Εριέτας Λάτση, όπως και τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ, τη Νάντια Ριζ και την Μαρία Κάλλας, την οποία υπεραγαπούσε.
Το 1980 πεθαίνει ο Γιάγκος Στάθης. Μια δεκαετία αργότερα, το 1996, οικογενειακές υποχρεώσεις και οικονομικές δυσκολίες την αναγκάζουν να κλείσει οριστικά το ατελιέ της. Αποσύρεται στο εξοχικό σπίτι της στην Ανάβυσσο. Τα τελευταία χρόνια, επιστρέφει στην γειτονιά που τόσο αγάπησε, κατοικώντας στην οδό Θαλλού στην Πλάκα, κοντά στον παλιό Ατελιέ της, γεμίζοντας την ζωή των ανθρώπων γύρω της με τις ιστορίες της.
Τελευταία δημόσια της εμφάνισή της ήταν στην κοπή πίτας του ΠΟΛΚΕΟΑ, στις 15 Ιανουαρίου 2020.
Η μεγάλη οικογένεια της Ολυμπιακής αποχαιρετά την ταλαντούχα σχεδιάστρια που «έντυσε» την Ολυμπιακή Αεροπορία από το 1976 έως το 1981.
Ελένη Λεοντίτση (Δημοσιογράφος)-Τατιάνα Πούλου (Αρχαιολόγος)